- Ὑρκανούς
- Ὑρκανόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υρκάνιος — α, ο / ὑρκάνιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ίη Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς, υρκανικός 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Υρκάνιος, η Υρκάνια και Ὑρκάνιος και Ὑρκανία ο Υρκανός 3. φρ. «Υρκάνιο(ν) πεδίο(ν)» πεδινή… … Dictionary of Greek
υρκανικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία < αρχ. περσ. Varkana «χώρα τών λύκων», περιοχή στα νοτιοανατολικά τής Κασπίας Θάλασσας, περιοχή που αποτελούσε τμήμα τών αυτοκρατοριών τών Μήδων, τών… … Dictionary of Greek